Σύσκεψη-εκδήλωση διοργάνωσαν τα Παραρτήματα Καισαριανής και Βύρωνα της ΠΕΑΕΑ-ΔΣΕ στο Μουσείο ΕΑΜικής Εθνικής Αντίστασης Καισαριανής στις 13 Μάρτη 2024, για τη διεκδίκηση των οφειλόμενων γερμανικών επανορθώσεων-πολεμικών αποζημιώσεων, για τα εγκλήματα και τις καταστροφές που προκάλεσαν οι ναζί στην κατοχή, αποφασισμένες από διεθνείς διασκέψεις.
Στην εκδήλωση παραβρέθηκε ο Πανεπιστημιακός Ιστορικός Σπύρος Τζόκας.
Όπως τονίστηκε στην εισηγητική ομιλία που παρουσίασε η Γενική Γραμματέας της Πανελλήνιας Ένωσης Αγωνιστών Εθνικής Αντίστασης και Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας Βούλα Σταμέλου, «80 χρόνια μετά, παραμένουν ανεκπλήρωτες οι δίκαιες αξιώσεις του λαού μας για τις πολεμικές επανορθώσεις-αποζημιώσεις, τις οποίες οφείλει η Γερμανία για τις καταστροφές που προξένησε η εγκληματική ναζιστική δράση. Τα οφειλόμενα από τη Γερμανία είναι χρέη προς τον λαό μας, σε αυτόν ανήκουν οι αποζημιώσεις για τις μαζικές δολοφονίες, για τις καταστροφές υποδομών. Ο λαός μας πολεμούσε τους κατακτητές, πεινούσε, μάτωνε στις φυλακές, πέθαινε στις μάχες, στα μπλόκα, στα ολοκαυτώματα, ενώ η εγχώρια αστική τάξη κερδοσκοπούσε και πλούτιζε σε βάρος των λαϊκών δυνάμεων.
… Οι ελληνικές κυβερνήσεις έχουν την αποκλειστική ευθύνη διαχρονικά, αφού έχουν παραιτηθεί από τη διεκδίκηση των οφειλόμενων γερμανικών αποζημιώσεων, γιατί υπηρετούν την αστική τάξη, προκρίνοντας τη συνεργασία των αστικών τάξεων Ελλάδας-Γερμανίας, τις συμμαχικές σχέσεις τους, σχέσεις ανισότιμης αλληλεξάρτησης, στο πλαίσιο της ΕΕ και του ΝΑΤΟ.
… Η Γερμανία δεν αναγνωρίζει την υποχρέωσή της να πληρώσει για τις πρωτοφανείς καταστροφές και τα φρικιαστικά εγκλήματα κατά του λαού μας στη διάρκεια της ναζιστικής κατοχής. Το Γερμανικό ΥΠΕΞ δημιούργησε το “Ελληνογερμανικό Ταμείο για το Μέλλον”, μέσω του οποίου δίνουν ψίχουλα για τη χρηματοδότηση συγκεκριμένων δράσεων σε μαρτυρικές πόλεις και χωριά και σε εβραϊκές κοινότητες, για την κατασκευή μνημείων με γερμανικά λεφτά, βεβηλώνοντας και με αυτό τον τρόπο την ιστορική μνήμη. Ευθύνη έχει και η Τοπική Διοίκηση, που αποδέχεται τη χρηματοδότηση προγραμμάτων αναθεώρησης της Ιστορίας ώστε να επιδράσουν στην ιστορική μνήμη του λαού μας και να ξεχαστούν τα ναζιστικά εγκλήματα, όπως η προηγούμενη Δημοτική Αρχή του Δήμου Καισαριανής που ζήτησε και πήρε 67.000€ κλείνοντας έτσι το θέμα των αποζημιώσεων.
Επιδιώκουν να ξαναγράψουν την Ιστορία στα μέτρα του ιμπεριαλισμού, στην υπηρεσία της ΕΕ και της Γερμανίας, γι’ αυτό χρηματοδοτούν “έργα συμφιλίωσης”, για να θολώσουν την ιστορική μνήμη.»
Αναφέρθηκε στις ευθύνες της ΕΕ «…που είναι εδώ και χρόνια μια “μηχανή” παραγωγής φιλοπόλεμων – ανιστόρητων – αντικομουνιστικών – αντισοβιετικών ψηφισμάτων και αποφάσεων. Αποφάσεων, που “ξεπλένουν” το φασισμό και ναζισμό, προωθώντας την ηρωοποίηση εγκληματιών, όπως όσων συμμετείχαν στις λεγεώνες των SS και τους συνεργάτες των ναζί στην Ουκρανία, που παρουσιάζονται ως “απελευθερωτές –τάχατες– από τον κομμουνισμό» και κάλεσε εν όψει και των ευρωεκλογών σε δυνάμωμα της ταξικής πάλης και ενίσχυση του ΚΚΕ και με την ψήφο ώστε να εκφραστεί η λαϊκή δυσαρέσκεια και οργή και να ενισχυθεί το ριζοσπαστικό ρεύμα.
Στην παρέμβασή του, ο Σπύρος Τζόκας ανέφερε:
«Σε συνέχεια των εύστοχων αναφορών της συντρόφισσας Γραμματέα της ΠΕΑΕΑ-ΔΣΕ Βούλας Σταμέλου, θα ήθελα να προχωρήσω σε κάποιες διαπιστώσεις – κάποια συμπεράσματα.
ΠΡΩΤΟ: Όλες οι ελληνικές κυβερνήσεις και της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ και του ΣΥΡΙΖΑ μιλούσαν για τις επανορθώσεις στο εσωτερικό της χώρας για εσωτερική κατανάλωση και ψηφοθηρία, αλλά δεν έκαναν το παραμικρό για τη διεκδίκηση τους. Διαχρονικά οι ελληνικές κυβερνήσεις, όχι μόνο αρνήθηκαν να διεκδικήσουν από το γερμανικό κράτος τις δίκαιες αυτές απαιτήσεις, αλλά με τους χειρισμούς τους υπονομεύουν την ικανοποίησή τους. Ενισχύουν την προκλητική στάση των αστικών γερμανικών κυβερνήσεων που αρνούνται την υποχρέωσή τους για την υλική αποκατάσταση των θυμάτων των ναζιστικών εγκλημάτων. Μάλιστα τελευταία ο Υπουργός Επικρατείας της κυβέρνησης Μητσοτάκη είπε με περισσό θράσος ότι πρέπει να ξεχάσουμε τέτοια θέματα, όπως οι γερμανικές επανορθώσεις, και να κοιτάξουμε μπροστά. Για τον ίδιο μπορεί να είναι εύκολο ή ακόμα και επιθυμητό. Έτσι λοιπόν ογδόντα χρόνια μετά την Αντιφασιστική Νίκη των Λαών, παραμένουν ανεκπλήρωτες οι δίκαιες και τεκμηριωμένες αξιώσεις του ελληνικού λαού για το αναγκαστικό κατοχικό δάνειο και τις πολεμικές επανορθώσεις που οφείλει η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, για τις καταστροφές που προξένησαν στην Ελλάδα οι ναζιστικές δυνάμεις κατοχής στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου αλλά και για τα πρωτοφανή σε θηριωδία εγκλήματά τους, για να κάμψουν την ηρωική και μεγαλειώδη αντίσταση του λαού, που συσπειρωμένος στο ΕΑΜ και τον ΕΛΑΣ –αιμοδότης και ψυχή των οποίων στάθηκε το ΚΚΕ– αντιπάλεψε νικηφόρα με το όπλο στο χέρι τις φασιστικές ορδές.
ΔΕΥΤΕΡΟ: Η είσοδος των γερμανικών και των ιταλικών στρατευμάτων Κατοχής στην Ελλάδα και η παραμονή τους σ’ αυτή προκάλεσε ανθρώπινες τραγωδίες και ανυπολόγιστες υλικές ζημιές. Ο θάνατος, η ανθρώπινη δυστυχία, η τραγωδία δεν αποτιμούνται και παραμένουν στίγμα για την ανθρωπότητα που θέλει να λέγεται πολιτισμένη. Οι υλικές όμως, ζημιές που προκλήθηκαν από την είσοδο και την εγκατάσταση των κατοχικών στρατευμάτων στην Ελλάδα μπορούν, έστω και κατά προσέγγιση, να αποτιμηθούν. Και αν στο διεθνές δίκαιο δεν ισχύουν «δύο μέτρα και δύο σταθμά», ούτε επικρατεί ο νόμος του ισχυροτέρου, τότε η αποτίμηση αυτή έχει ουσιαστικό και πρακτικό χαρακτήρα. Επειδή το διεθνές δίκαιο επιβάλλει στο κράτος που προκάλεσε υλικές ζημιές να επανορθώσει, οι κατοχικές δυνάμεις στην Ελλάδα οφείλουν να σεβαστούν το διεθνές δίκαιο, όπως ακριβώς απαιτούν να το σέβονται οι υπόλοιποι, ιδιαίτερα οι μικροί. Εξάλλου, χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι και όταν η Γερμανία απαίτησε πολεμικές αποζημιώσεις από το Ιράκ για τον πόλεμο στον Κόλπο. Οι πολεμικές επανορθώσεις, επομένως, αποτελούν την ελάχιστη οφειλή των κατοχικών δυνάμεων προς τις χώρες εκείνες που υπέστησαν τεράστιες υλικές ζημιές. Στις πολεμικές επανορθώσεις των κατοχικών στρατευμάτων προς την Ελλάδα οφείλεται ένα ποσό που κατά τους μετριότατους υπολογισμούς ανέρχεται στα 30 δισ. δολάρια. Στο ποσό αυτό περιλαμβάνονται τα δάνεια των κατοχικών δυνάμεων από την Τράπεζα Ελλάδος, τα οποία ελήφθησαν ως προκαταβολές, το γερμανικό παθητικό στο ελληνογερμανικό “κλήρινγκ” και το αντίστοιχο ιταλικό, το κέρδος που απεκομίσθη από την πώληση των μεταλλικών κερμάτων που ετέθησαν εκτός κυκλοφορίας με τον αναγκαστικό νόμο 2135 του 1940 και η καταβολή αποζημιώσεων στους καταναγκαστικά εργασθέντες.
Η απόφαση της Διάσκεψης των Συμμάχων τον Ιανουάριο του 1946 στο Παρίσι έλεγε ότι η Γερμανία οφείλει στην Ελλάδα για λεηλασίες και κλοπές 7,1 δισ. δολάρια. Το ποσό αυτό αντιστοιχούσε στην αγοραστική αξία του 1938. Επομένως, η μετατροπή του σε σημερινές τιμές υπερβαίνει τα 30 δισ. δολάρια. Ο καθηγητής Αγγ. Αγγελόπουλος, ο οποίος ασχολήθηκε επισταμένα με το ζήτημα των πολεμικών επανορθώσεων, εκτιμά ότι μόνο τα δάνεια προς το Γ’ Ράιχ ανέρχονται, σε σημερινές τιμές σε 13,5 δισ. δολάρια. (Αναλυτικά στοιχεία δημοσιεύονται στο εκτενές άρθρο μου στον 902 στις 26-02-2024 με τίτλο “Γερμανικές επανορθώσεις – Πολεμικές αποζημιώσεις από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο”).
ΤΡΙΤΟ: Αν και υπεύθυνη για πρωτοφανή μαζικά εγκλήματα, η ηττημένη Γερμανία του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου ευνοήθηκε γενναιόδωρα από τους νικητές. Η ίδια, ωστόσο, δεν ανταποκρίθηκε στην ηθική και συμβατική υποχρέωσή της προς την Ελλάδα αφενός να εξοφλήσει το αναγκαστικό κατοχικό δάνειο, αφετέρου να καταβάλει τις οφειλόμενες επανορθώσεις-αποζημιώσεις. Ακολούθησε παρελκυστική τακτική. Είχε παραπέμψει την ικανοποίηση των ελληνικών απαιτήσεων μετά την ενοποίηση των δύο Γερμανιών. Όταν, όμως, αυτή πραγματοποιήθηκε, το Βερολίνο ισχυρίσθηκε ότι το θέμα είχε κλείσει!
Η πρώτη γερμανική υπεκφυγή είναι ότι το ζήτημα έχει κλείσει με υπογραφή του Κωνσταντίνου Καραμανλή το 1960 και την καταβολή εκ μέρους της Γερμανίας 115 εκατ. μάρκων! Η αλήθεια είναι πως για να επιτύχουν την αποφυλάκιση του δημίου των 54.000 Εβραίων της Θεσσαλονίκης Μαξ Μέρτεν, που είχε καταδικαστεί σε 25 χρόνια φυλάκιση, η γερμανική κυβέρνηση κατέβαλε 115 εκατ. μάρκα ως αποζημίωση, την οποία “δικαιούνται Έλληνες υπήκοοι διωχθέντες από 6 Απριλίου 1941 μέχρι τέλους του 1945, υπό οργάνων του γερμανικού εθνικοσοσιαλιστικού καθεστώτος δια λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς ή αντιθέσεως προς την εθνικοσοσιαλιστικήν κοσμοθεωρίαν”. Δηλαδή για αποζημίωση κυρίως των Εβραίων θυμάτων του Γ’ Ράιχ.
Η δεύτερη γερμανική υπεκφυγή είναι ότι μετά από τόσες δεκαετίες, οι ελληνικές διεκδικήσεις έχουν χάσει τη νομιμοποιητική τους βάση. Σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, όμως, τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας δεν παραγράφονται. Ειδικά για το αναγκαστικό κατοχικό δάνειο υπάρχει σύμβαση που δεσμεύει τη Γερμανία. Ας σημειωθεί ότι η ναζιστική Γερμανία είχε αρχίσει να πληρώνει τις δόσεις για το κατοχικό δάνειο, αναγνωρίζοντας και εμπράκτως την οφειλή της.
Η τρίτη γερμανική υπεκφυγή είναι ότι η απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης το 2012 έκλεισε οριστικά το θέμα των αποζημιώσεων. Η αλήθεια είναι πως εκείνη η απόφαση αναγνώρισε την ετεροδικία, αλλά δεν αναφέρει πουθενά ότι οι αποζημιώσεις είναι αβάσιμες. Αντίθετα, αναγνωρίζει ότι το ζήτημα δεν παραγράφεται κι ότι αποτελεί διακρατική διαφορά, για την επίλυση της οποίας προτρέπει τα κράτη να συνεργαστούν.
Η τέταρτη γερμανική υπεκφυγή είναι πολιτική κι όχι νομικοφανής. Προσπάθησε να αποδώσει τις ελληνικές διεκδικήσεις στην οικονομική κρίση και ειδικότερα σε μία προσπάθεια της Αθήνας να συμψηφίσει τις αποζημιώσεις με τις οφειλές προς τη Γερμανία. Είναι αλήθεια ότι πιεζόμενες από τη γερμανική διπλωματία οι ελληνικές κυβερνήσεις ολιγώρησαν. Καμία εξ αυτών, όμως, δεν παραιτήθηκε από τις απαιτήσεις, έστω κι αν δεν τις διεκδίκησαν δυναμικά. Εάν η Αθήνα είχε παραιτηθεί, το Βερολίνο θα είχε, βεβαίως, προσκομίσει το σχετικό έγγραφο.
Η πέμπτη γερμανική υπεκφυγή είναι αβάσιμη σε βαθμό γελοιότητας. Ισχυρίζονται ότι τα κοινοτικά κονδύλια που έλαβε η Ελλάδα από την ΕΕ είναι μία μορφή αποζημίωσης! Τα κοινοτικά κονδύλια δεν είναι, βεβαίως, γερμανικά χρήματα και ούτε έχουν την παραμικρή σχέση με τις αποζημιώσεις για τα ναζιστικά εγκλήματα. Γι’ αυτό και κοινοτικά κονδύλια έλαβαν χώρες-μέλη που δεν συμμετείχαν στον πόλεμο, όπως η Ισπανία και η Πορτογαλία. Το προφανές επιβεβαιώνεται και από απάντηση της Κομισιόν το 1995 σε σχετική ερώτηση του τότε ευρωβουλευτή Αλαβάνου».
Ακολούθησε πλούσια συζήτηση με ενδιαφέρουσες παρεμβάσεις και προτάσεις.