Εκδήλωση για το ζήτημα των γερμανικών επανορθώσεων διοργάνωσε το Παράρτημα Εξαρχείων της ΠΕΑΕΑ-ΔΣΕ στο βιβλιοπωλείο «Ο Πολίτης» την Παρασκευή 5 Απρίλη 2024. Η εκδήλωση έγινε στο πλαίσιο των κινητοποιήσεων και των πρωτοβουλιών που έχει αναλάβει η ΠΕΑΕΑ-ΔΣΕ για τη διεκδίκησή τους από την ελληνική κυβέρνηση.
Ο ομιλητής της εκδήλωσης, Καθηγητής Σύγχρονης Ιστορίας του ΑΠΘ Γιώργος Μαργαρίτης, περιέγραψε το ιστορικό, διπλωματικό και νομικό πλαίσιο που διέπει τις πολεμικές επανορθώσεις και επικεντρώθηκε στην απραξία, που ισοδυναμεί ουσιαστικά με άρνηση, η οποία διακρίνει όλες τις ελληνικές κυβερνήσεις στο ζήτημα, αλλά και την προκλητική άρνηση της Γερμανίας να δεχτεί οποιαδήποτε συζήτηση πάνω στο θέμα. Η συγκεκριμένη στάση των ελληνικών κυβερνήσεων εκφράζεται πότε στο όνομα των καλών σχέσεων στο ΝΑΤΟ, πότε στο όνομα των καλών σχέσεων στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Ο Γιώργος Μαργαρίτης στην ομιλία του είπε τα εξής:
«Για πολλούς αιώνες αυτό που σήμερα ονομάζουμε “δίκαιο του πολέμου” είχε εθιμικό χαρακτήρα. Από τα κείμενα της Παλαιάς Διαθήκης ως τις μέρες σχεδόν, ίσχυε, για παράδειγμα, το “δικαίωμα των τριών ημερών”. Στην περίπτωση δηλαδή που μια πόλη κυριευόταν με έφοδο, οι στρατιώτες που την κατέλαβαν είχαν το ελεύθερο να λεηλατήσουν, για τρεις ολόκληρες ημέρες, τις περιουσίες των πολιορκημένων κατά βούληση και να εξανδραποδίσουν -για δουλεία ή για λύτρα- όσους από τους κατοίκους της είχαν μια σχετική αξία. Μετά τις τρεις ημέρες ό,τι απέμενε, ανήκε στον ηγεμόνα. Το έδαφος, τα τείχη, τα κτίρια, τα όπλα.
Επρόκειτο για έναν από τους πλέον σταθερούς “κανόνες” του πολέμου που διατηρήθηκε για χιλιάδες χρόνια. Σε πρωτόλεια, αρχαϊκή μορφή το βλέπουμε να εφαρμόζεται από στρατούς θρησκόληπτων φανατικών – το απόλυτο δικαίωμα στην αρπαγή έχει κάθε ισραηλινός στρατιώτης στην Γάζα ή σε κάθε μέτωπο του εκεί πολέμου. Ίχνη του βλέπουμε ακόμα και σήμερα σε άλλους σύγχρονους πολέμους – όχι φυσικά με τον παλιό, παραδοσιακό τρόπο. Για να δώσω ένα παράδειγμα που σχετίζεται με το θέμα της σημερινής συζήτησης, ο γερμανικός στρατός, όταν καταλάμβανε μια ευρωπαϊκή πρωτεύουσα, είχε έναν ιδιαίτερο τρόπο για να προβαίνει στην λεηλασία της: τύπωνε “μάρκα εκστρατείας” ή “μάρκα κατοχής” – απλό τυπωμένο χαρτί το οποίο όμως ήταν υποχρεωτικά αποδεκτό στις αγοραπωλησίες στην κατεχόμενη πλέον επικράτεια. Οι στρατιώτες πλήρωναν με αυτό το νόμισμα και κυριολεκτικά άδειαζαν ό,τι υπήρχε στα μαγαζιά της νικημένης χώρας.
Πρόκειται για τα περίφημα “δέματα” που περιγράφουν οι στίχοι του Μπρεχτ τα οποία έστελναν οι Γερμανοί φαντάροι στις οικογένειές τους από κάθε πόλη που έπεφτε στα χέρια τους. Αυτή η δια του “χαρτιού” λεηλασία εξηγεί και τις εισαγωγές ειδών πολυτελείας που έκαναν τα γνωστά καταστήματα ειδών πολυτελείας της Αθήνας (π.χ. το ΑΚΡΟΝ-ΙΛΙΟΝ-ΚΡΥΣΤΑΛ) το καλοκαίρι του 1941, για να εξυπηρετήσουν την “αναγκαστική” ζήτηση που είχε δημιουργηθεί. Σε κάθε περίπτωση η λεηλασία αυτής της μορφής κράτησε σαφώς περισσότερο από τρεις ημέρες – τρεις μήνες κράτησε για την ακρίβεια. Τον Αύγουστο του 1941 η Τράπεζα της Ελλάδος άρχισε να συγκεντρώνει ετούτα τα “μάρκα κατοχής” και να τα ανταλλάσσει με δραχμές: κατέβαλε για τον σκοπό αυτό 7 δισεκατομμύρια δραχμές σε μια εποχή όπου το σύνολο της νομισματικής κυκλοφορίας ήταν μικρότερο από 35 δισεκατομμύρια δραχμές.
Την πρακτική αυτή της “αφανούς” λεηλασίας ακολούθησαν όλοι σχεδόν οι στρατοί του κόσμου στην σύγχρονη εποχή. Με τον τρόπο αυτό ικανοποιούσαν τους φαντάρους τους και έκρυβαν το γεγονός της μεγάλης και ουσιαστικής λεηλασίας – αυτή που έκαναν οι ισχυροί οικονομικοί όμιλοι του νικητή, όπως και οι επίσημες κρατικές υπηρεσίες. Πέρα όμως από αυτές τις αρχαίες επιβιώσεις του “παραδοσιακού” ή “εθιμικού” νόμου του πολέμου, από τον 19ο αιώνα η ανερχόμενη αστική τάξη θέλησε να οργανώσει με πιο μεθοδικό τρόπο το γύρω από τον πόλεμο δίκαιο στον τομέα που την ενδιέφερε: τον οικονομικό τομέα.
Στον καιρό των πολέμων του Ναπολέοντα παγιώθηκε το δικαίωμα του κατακτητή να φορολογεί τους κατοίκους του κατεχόμενου κράτους σύμφωνα με τις ανάγκες του κατοχικού στρατού. Οι αρπαγές έγιναν πιο “επίσημες” και “γραφειοκρατικές” – ονομάστηκαν “επιτάξεις” ή “δεσμεύσεις”. Θεωρητικά δηλαδή γίνονταν θεσμικά και επίσημα και εγγράφονταν σε αυτό που θα ονομάζαμε δημόσιο λογιστικό.
Η καταγραφή είχε τη σημασία της. Το κόστος του πολέμου γινόταν έτσι σε κάποιο ποσοστό μετρήσιμο και, πιο ειδικά, το μέρος του κόστους που μετακυλιόταν στον νικημένο. Εφόσον το κόστος αυτό ήταν πλέον μετρήσιμο τότε ήταν εύκολο να γίνει και διεκδικήσιμο. Να το ζητήσουν δηλαδή επίσημα οι μεν από τους δε στο τέλος του πολέμου. Οι πολεμικές αποζημιώσεις εγγράφηκαν πλέον κανονικά στο δίκαιο του πολέμου.
Οι κανόνες που διέπουν το περί “περί πολεμικών επανορθώσεων” δίκαιο του πολέμου έχουν, στον καιρό της αστικής κυριαρχίας και του καπιταλισμού, έναν διπλό στόχο. Πρώτο να ικανοποιήσουν τις ανάγκες των καπιταλιστικών ανταγωνισμών, ώστε η ήττα των ανταγωνιστών να προσφέρει τα μέγιστα δυνατά πλεονεκτήματα στους νικητές. Δεύτερο όμως, εξίσου σημαντικό, να μην προκαλέσουν οι άναρχες αρπαγές και η μετακύλιση του κόστους του πολέμου κοινωνική ανατροπή στον χώρο των ηττημένων. Οι αστικές τάξεις μπορεί να είναι πάντα έτοιμες να θυσιάσουν τους λαούς τους σε εξοντωτικούς πολέμους δεν θα ήθελαν όμως να μετατραπούν οι πόλεμοι αυτοί σε κοινωνικές επαναστάσεις. Ο φόβος της κοινωνικής ανατροπής είναι πάντα πρωταρχικός σε αυτούς τους χώρους.
Όπως συμβαίνει με πολλά κεφάλαια του δικαίου του πολέμου η επίσημη νομική κατοχύρωση των πολεμικών επανορθώσεων ήταν μέρος των Συμβάσεων της Χάγης, ιδιαίτερα της δεύτερης Συνθήκης της Χάγης του 1907. Η ελεύθερη λεηλασία απαγορεύθηκε ρητά με το άρθρο 47 (είδαμε πως καταστρατηγήθηκε προηγουμένως) ενώ η συμμετοχή του ηττημένου στα έξοδα πολέμου και κατοχής του νικητή/κατακτητή καθορίστηκε με τις προβλέψεις του άρθρου 49.
Για ειδικούς λόγους, εξαιτίας του τεράστιου μεγέθους και κόστους του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου, οι προβλέψεις και οι επιταγές της Χάγης δεν έγινε δυνατό να εφαρμοστούν με ορθολογικό τρόπο στην επακόλουθη συνδιάσκεψη της ειρήνης. Οι χώρες της Αντάντ είχαν χρηματοδοτήσει τον πόλεμο με μεταφορά κεφαλαίων και δάνεια από τις ΗΠΑ και πιέζονταν ως προς την αποπληρωμή των τερατωδών πολεμικών δανείων. Η εύκολη λύση ήταν η μετακύλιση των υποχρεώσεών τους στον ηττημένο. Για τη Γερμανία, που είχε χρηματοδοτήσει τη δική της πλευρά του πολέμου με εσωτερικό δανεισμό, οι πολεμικές επανορθώσεις που της καταλογίστηκαν ήταν απλά καταστροφικές. Στην πρότασή του για “Δημοκρατική Ειρήνη” ο Λένιν διέγνωσε το αδιέξοδο των ιμπεριαλιστικών επιλογών και πρότεινε την κατάργηση των πολεμικών επανορθώσεων από τους όρους της ειρήνης.
Οπωσδήποτε, από τα τέλη του 19ου αιώνα ιδιαίτερα, οι πολεμικές επανορθώσεις έχουν γίνει αναπόσπαστο κομμάτι κάθε συνθήκης ειρήνης. Για να μείνουμε στα της Ελλάδας, η χώρα έχει πληρώσει επανορθώσεις στην Οθωμανική Αυτοκρατορία για τα συνοριακά επεισόδια του 19ου αιώνα (1886 κλπ) και προπαντός υπέρογκες επανορθώσεις (τέσσερα εκατομμύρια λίρες) μετά τον πόλεμο του 1897. Για να πληρωθεί το ποσό τα δημόσια οικονομικά της Ελλάδας τέθηκαν κάτω από τον Διεθνή Οικονομικό Έλεγχο για πολλά χρόνια.
Στα 1922 η Ελλάδα απέφυγε -στη Συνθήκη της Λωζάνης- να καταβάλει πολεμικές επανορθώσεις όχι επειδή η Τουρκία επέδειξε μεγαλοφροσύνη αλλά επειδή με ετούτη την παραχώρηση η Ελλάδα συναίνεσε στην εκχώρηση της Ανατολικής Θράκης -ελληνικό εθνικό έδαφος από το τέλος του Α’ Παγκόσμιου- στην Τουρκία. Σε κάθε περίπτωση η κράτηση των Ελλήνων αιχμαλώτων για πολλούς μήνες μετά το τέλος του πολέμου για την ανοικοδόμηση των καταστροφών που προκάλεσε ο ελληνικός στρατός είχε τον χαρακτήρα επανορθώσεων. Στα 1926 η Ελλάδα πλήρωσε πολεμικές επανορθώσεις στη Βουλγαρία για την εισβολή ελληνικών στρατευμάτων σε αυτήν.
Μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου οι πολεμικές επανορθώσεις ήταν μέρος των Συνθηκών ειρήνης που η Ελλάδα υπέγραψε με τα κράτη-μέλη του Άξονα (πλην της Γερμανίας φυσικά). Τον Φεβρουάριο του 1947 η Ιταλία δεσμεύτηκε να καταβάλει και κατέβαλε 105 εκατομμύρια δολάρια της εποχής και η Βουλγαρία ένα μικρότερο ποσό. Η αναγνώριση του κατοχικού δανείου ήταν μέρος της συνθήκης ειρήνης με την Ιταλία, στο τμήμα που την αφορούσε και συμπεριλήφθηκε στις επανορθώσεις.
Το ζήτημα της Γερμανίας ήταν ιδιαίτερο. Πρώτον διότι ο όρος “παράδοση άνευ όρων” καταργούσε την κρατική υπόσταση και οντότητα του Γερμανικού Κράτους και, ως συνέπεια, καθιστούσε αδύνατη την διεξαγωγή διαπραγματεύσεων ειρήνης με τον κλασικό τρόπο: νικητές απέναντι σε ηττημένους. Παρ’ όλα αυτά συγκλήθηκε στο Παρίσι ειδική διάσκεψη για τον προσδιορισμό των πολεμικών επανορθώσεων σε κάθε κράτος που βρέθηκε κάτω από την κατοχή της. Η Ελλάδα -με ιδιαίτερα μεγάλο αριθμό θυμάτων και τεράστιες καταστροφές- βρισκόταν ανάμεσα στους πρώτους δικαιούχους.
Στη Διάσκεψη του Παρισιού για τις γερμανικές επανορθώσεις το 1946 επιδικάστηκε στην Ελλάδα το ποσό των 7,1 δισεκατομμυρίων δολαρίων της εποχής1. Να σταθούμε λίγο σε αυτό το μέγεθος. Συγκριτικά η οικονομική στήριξη των ΗΠΑ στο κυβερνητικό στρατόπεδο στην περίοδο του Εμφυλίου πολέμου κόστισε στις ΗΠΑ δύο δισεκατομμύρια δολάρια. Η πρώτη καταβολή στην Ελλάδα, με το Δόγμα Τρούμαν, ήταν 350 εκατομμύρια δολάρια. Με το σχέδιο Μάρσαλ, αργότερα, για την αποκατάσταση του ευρωπαϊκού καπιταλισμού και την στήριξη των αποικιοκρατικών δυνάμεων, η Γαλλία χρηματοδοτήθηκε με 2,3 δισεκατομμύρια, η Βρετανία με 3,3, η Ιταλία με 1,2 και η Δυτική Γερμανία με 1,4. Το τελικό ύψος του Σχεδίου Μάρσαλ ήταν 12,7 δισεκατομμύρια δολάρια.
Τα παραπάνω μεγέθη αναφέρονται για να τονιστεί το σημαντικό ύψος των πολεμικών αποζημιώσεων που επιδικάστηκαν στην Ελλάδα. Η δε συμφωνία που τις επιδίκασε ισχύει πλήρως. Ως εκ τούτου είναι μάλλον περιττή, ίσως και βλαβερή η επανεξέταση στην Ελλάδα των Γερμανικών επανορθώσεων. Αυτές έχουν πιστοποιηθεί και προσδιοριστεί από επίσημες συμφωνίες και συμβάσεις.
Η καταβολή του ποσού των επανορθώσεων έμεινε σε εκκρεμότητα μέχρι τη ρύθμιση ζητημάτων υπόστασης και αρμοδιοτήτων του γερμανικού κράτους. Με την είσοδο στην περίοδο του Ψυχρού πολέμου και την ανοικτή πλέον διαμάχη του δυτικού στρατοπέδου με την Σοβιετική Ένωση και τις Λαϊκές Δημοκρατίες το ζήτημα περιπλέχθηκε. Η ίδρυση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και της Λαοκρατικής Δημοκρατίας της Γερμανίας δημιούργησε δύο κρατικές οντότητες καμία από τις οποίες δεν επιθυμούσε να αναλάβει το βάρος των επανορθώσεων. Η δε ανάγκη επανεξοπλισμού της Γερμανίας στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ οδήγησε σε νέες αναβολές.
Στη Συμφωνία του Λονδίνου στα 1953, μέσα στο πλαίσιο των “διευκολύνσεων” προς την Ο.Δ. Γερμανίας, αποφασίστηκε να μετατεθούν οι γερμανικές υποχρεώσεις μέχρι την σύναψη νέας Συνθήκης με μια ενοποιημένη Γερμανία2.
Στο μεταξύ διάστημα η Ο.Δ. της Γερμανίας προσπάθησε να εκτονώσει και να συγκαλύψει το ζήτημα των πολεμικών επανορθώσεων μεταφέροντας το σε ατομικές αποζημιώσεις παθόντων στη διάρκεια της Κατοχής. Η προτεραιότητα δόθηκε σε ανθρώπους διωγμένους για τη θρησκεία ή τα φυλετικά τους χαρακτηριστικά, Εβραίους κυρίως. Στο πλαίσιο αυτό, ως μέρος διακρατικών συμφωνιών της εποχής, η Γερμανία κατέβαλε στην Ελλάδα στα 1960 το ποσό των 115 εκατομμυρίων μάρκων το οποίο και διατέθηκε σε ατομικές αποζημιώσεις. Η γερμανική αυτή κίνηση αποσκοπούσε στο να δείξει ότι η γερμανική πλευρά ήταν πρόθυμη να πληρώσει τα θύματα της ρατσιστικής πολιτικής των ναζί και των διωγμών που αυτοί πραγματοποίησαν και όχι τις διακρατικές της υποχρεώσεις – τις πολεμικές δηλαδή επανορθώσεις.
Εξάλλου στο γερμανικό νομικό σύστημα τα σχετικά εδάφια κάνουν πάντοτε λόγο για θύματα του ναζισμού και προσδιορίζουν σε φυλετικούς, θρησκευτικούς λόγους την αιτία των διωγμών. Με τον τρόπο αυτό το γερμανικό κράτος τοποθετείται στο απυρόβλητο και ακυρώνεται η ευθύνη του.
Να σημειώσω εδώ ότι η γερμανική τακτική για την αποφυγή των ευθυνών προσαρμόζεται σε κάθε περίπτωση χώρας αξιοποιώντας -ή μάλλον στρεβλώνοντας- στοιχεία της επιμέρους ιστορίας. Στην περίπτωση της Ελλάδας οι Γερμανοί -κράτος, ιστορικοί, επιστήμονες, δυστυχώς ανάμεσά τους και πολλοί Έλληνες επηρεασμένοι από τη γερμανική θέση- τονίζουν τον ρόλο και τη δράση των ντόπιων δωσίλογων στις καταστροφές και στις δολοφονίες: τα Τάγματα Ασφαλείας κ.λπ. – όπως και επιμένουν να αναφέρονται σε εσωτερικές συγκρούσεις στα κατεχόμενα κράτη και να υπερτονίζουν τη σημασία τους. Η ευθύνη της Γερμανίας σχετικοποιείται με τον τρόπο αυτό καθώς μάλιστα δε συνδέεται η γερμανική κυριαρχία και κατοχή με αυτά τα φαινόμενα. Διακρίνεται ο κίνδυνος να θεωρηθεί ο γερμανικός στρατός Κατοχής ως επέμβαση κυανόκρανων στο μέλλον!
Ο αντίλογος στο παραπάνω σύστημα νομικής θωράκισης της γερμανικής πλευράς είναι αυτονόητος. Δεν ήταν το ναζιστικό κόμμα η δύναμη που κατέλαβε την Ελλάδα (και τα άλλα κράτη της Ευρώπης), ο γερμανικός στρατός και η γερμανική κυβέρνηση ήταν. Δεν ήταν το ναζιστικό κόμμα που διαχειρίστηκε τη λεηλασία της Ελλάδας, την καταστροφή των υποδομών της και την καταδίκη στην πείνα των κατοίκων της. Η γερμανική κυβέρνηση ήταν. Δεν ήταν το ναζιστικό κόμμα -έστω οι ιδιωτικοί του στρατοί και συμμορίες- υπεύθυνο για την καταστροφή εκατοντάδων χωριών, τις μαζικές εκτελέσεις των κατοίκων τους, τα μπλόκα στις συνοικίες των πόλεων, τα στρατόπεδα εξόντωσης, η γερμανική διοίκηση – του γερμανικού κράτους ήταν. Τώρα αν “παρασύρθηκαν” από τους ναζί ή όχι, δεν αφορά τα θύματα – ας τα βρούνε μεταξύ τους ως προς τους ενόχους.
Δεν είναι επίσης τα όποια Τάγματα Ασφαλείας οι εισβολείς που κατέλαβαν την χώρα. Οι Γερμανοί την κατέλαβαν και τα Τάγματα Ασφαλείας και οι λοιποί δωσίλογοι ήταν εργαλεία και αποτελέσματα της κατάκτησης και του εγκληματικού συστήματος Κατοχής που το γερμανικό κράτος οργάνωσε και επέβαλε.
Η λήξη του πολέμου πιστοποιήθηκε με τη Συμφωνία “τέσσερα συν δύο” στις 12 Σεπτεμβρίου του 1990. Συνθήκη για την τελική ρύθμιση του ζητήματος της Γερμανίας, όπως επίσημα ονομάστηκε. Οι τέσσερις χώρες που εκπροσωπούσαν το συμμαχικό στρατόπεδο ήταν οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Ρωσία (διάδοχος της Σοβιετικής Ένωσης), η Μεγάλη Βρετανία και η Γαλλία. Από την άλλη πλευρά υπέγραψαν η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και η Λαοκρατική Δημοκρατία της Γερμανίας οι οποίες, σύμφωνα με τη Συνθήκη θα ενώνονταν σε ενιαίο γερμανικό κράτος. Στη Συνθήκη δε γινόταν μνεία των υποχρεώσεων της Γερμανίας ως προς τις πολεμικές αποζημιώσεις και δε θα μπορούσε σε καμία περίπτωση να θεωρηθεί ότι ακύρωνε τις προηγούμενες συμφωνίες πάνω στο ζήτημα αυτό.
Επιπλέον η Συνθήκη τέσσερα συν δύο αφορούσε τις τέσσερις δυνάμεις που ανέλαβαν την κατοχή -με ιδιαίτερες ζώνες- και τη διοίκηση του γερμανικού εδάφους στα 1945. Αυτό δε σημαίνει ότι οι υπόλοιπες χώρες του συμμαχικού συνασπισμού δεν είχαν -συμβολικά έστω- συμμετοχή στην κατοχή και τη στρατιωτική διοίκηση της Γερμανίας. Η ελληνική διπλωματική αποστολή στο Βερολίνο είχε, ως το 1990, στρατιωτικό χαρακτήρα και συμβόλιζε τη συμμετοχή της χώρας στη νίκη του 1945 – ένα είδος κατοχικής παρουσίας. Η μη πρόσκληση και η αγνόηση των λοιπών χωρών που ανήκαν στο συμμαχικό στρατόπεδο και που είχαν δεχτεί εισβολή και κατοχή από τις γερμανικές δυνάμεις στον πόλεμο άφηνε εκκρεμότητες και επέτρεπε πολλές ερμηνείες.
Η πρώτη και ουσιαστική που επικαλείται η γερμανική πλευρά σήμερα είναι ότι η συμφωνία των τεσσάρων μεγάλων δυνάμεων στη διευθέτηση του γερμανικού ζητήματος έκλεινε το οποιοδήποτε θέμα αφορούσε το κάθε μέλος της συμμαχίας. Στην ουσία η γερμανική πλευρά διατείνεται ότι οι τέσσερις σύμμαχοι υπέγραψαν και για λογαριασμό της Ελλάδας, της Πολωνίας ή όποιου άλλου συμμαχικού κράτους. Η θέση αυτή είναι διπλωματικά και πολιτικά επικίνδυνη, καθότι εκχωρεί στοιχεία ελληνικής εξωτερικής πολιτικής σε τρίτο κράτος – έστω δύναμη. Η Ελλάδα τοποθετείται έτσι σε ειδικό χώρο “κρατών περιορισμένης ευθύνης” για λογαριασμό των οποίων και ερήμην τους μπορούν να υπογράφουν οι ισχυροί της Γης. Ορίζεται ως “κράτος υπό κηδεμονία” αναιρώντας de facto την ανεξαρτησία του. Είναι περιττό να επισημάνουμε τους πολιτικούς, εθνικούς κινδύνους που περικλείει μια τέτοια άποψη.
Να σημειώσουμε στο σημείο αυτό ότι τα επιχειρήματα της γερμανικής πλευράς έχουν τύχει αμφισβήτησης και από επίσημους φορείς του γερμανικού κράτους. Ακόμα και πρόσφατα η νομική υπηρεσία της γερμανικής Βουλής κατέληγε στα παρακάτω συμπεράσματα:
“…Σε αντίθεση με τη γερμανική κυβέρνηση η επιστημονική υπηρεσία της Bundestag εκφράζει την άποψη ότι στη βάση του διεθνούς δικαίου δεν μπορεί να τεκμηριωθεί ότι τα ελληνικά αιτήματα έχουν παραγραφεί – ούτε στο θέμα των επανορθώσεων και ούτε στο θέμα του κατοχικού δανείου. Το πόρισμα αμφιβάλλει επίσης για το κατά πόσον λόγω υπογραφής της “Συνθήκης δύο συν τέσσερις” το 1990 (γερμανική ενοποίηση) δεν υφίσταται πλέον το ζήτημα των ελληνικών αξιώσεων. Στην έκθεση αναφέρεται ότι δεδομένου ότι η Ελλάδα δεν συμμετείχε στη σύναψη αυτής της Συνθήκης δεν προκύπτουν για αυτή ούτε υποχρεώσεις, ούτε δικαιώματα. Συνεπώς, ακόμη κι αν το ζήτημα των επανορθώσεων δεν αναφέρεται στη Συνθήκη αυτή, με την οποία οριστικοποιήθηκε το τελικό μεταπολεμικό καθεστώς της Γερμανίας, δεν σημαίνει ότι το θέμα δεν υφίσταται.
Πέραν αυτού η επιστημονική επιτροπή της γερμανικής βουλής επισημαίνει ότι η Ελλάδα ουδέποτε παραιτήθηκε από τις αξιώσεις της – ούτε με δήλωσή της και ούτε σιωπηρά. Η έκθεση αναφέρει τις κατά καιρούς ρηματικές διακοινώσεις των ελληνικών κυβερνήσεων με τις οποίες καθιστούσαν σαφές ότι το ζήτημα των επανορθώσεων παραμένει ανοιχτό και ότι θα πρέπει να επιλυθεί. Η τελευταία ρηματική διακοίνωση έγινε μόλις πρόσφατα. Μάλιστα, η επιστημονική υπηρεσία της βουλής και προκειμένου να υπάρξει “νομική σαφήνεια” προτείνει η Γερμανία και η Ελλάδα να αποταθούν στο Διεθνές Δικαστήριο στη Χάγη. Ένα τέτοιο βήμα προϋποθέτει όμως τη σύμφωνη γνώμη και της Γερμανίας, πράγμα που απορρίπτει η γερμανική κυβέρνηση…..”3.
Πέρα από τα όσα διατείνεται η γερμανική πλευρά, η επανένωση της Γερμανίας στις 12 Σεπτεμβρίου 1990 επανάφερε, αντίθετα, το ζήτημα των πολεμικών επανορθώσεων, καθώς εκπληρώθηκαν οι πρόνοιες της Συμφωνίας του Λονδίνου του 1953. Υπήρχε πλέον μια ενιαία Γερμανία και ως εκ τούτου δεν υπήρχε λόγος αναστολής των γερμανικών υποχρεώσεων.
Στο σημείο αυτό κλείνει το ζήτημα των πολιτικών, διπλωματικών, νομικών και ηθικών, υποχρεώσεων της Γερμανίας και ανοίγει ένα άλλο μεγάλο κεφάλαιο: αυτό την ατολμίας των διαδοχικών ελληνικών κυβερνήσεων.
Οι ελληνικές κυβερνήσεις βρέθηκαν ανέτοιμες και εμφανώς σαστισμένες μπροστά στην συγκυρία των αρχών της δεκαετίας του 1990 και στις υποχρεώσεις που οι ανατροπές έθεταν μπροστά στην ελληνική πολιτική ηγεσία. Ετούτο το σάστισμα ήταν διαχρονικό και προερχόταν από την αντίληψη της ελληνικής αστικής τάξης ότι η χώρα -εννοούν η ταξική της διάρθρωση- έχει πάντοτε ανάγκη εξωτερικής εύνοιας και προστασίας. Πρόκειται για το “τραύμα του εμφυλίου” το οποίο φαίνεται πάντοτε παρόν παρά το πέρασμα του χρόνου.
Η αμηχανία υπήρξε διαχρονική. Να σταθούμε λίγο στο σημείο αυτό.
Οι απαιτήσεις της Ελλάδας χωρίζονται σε δύο μέρη. Το πρώτο είναι οι οφειλόμενες πολεμικές αποζημιώσεις για τα όσα δεινά προκάλεσε στη χώρα η γερμανική κατοχή. Το δεύτερο αφορά την αποπληρωμή του αναγκαστικού κατοχικού δανείου που η τότε ελληνική ναζιστική κυβέρνηση της Ελληνικής Πολιτείας έδωσε στους Γερμανούς και Ιταλούς για να χρηματοδοτήσουν την εκστρατεία στην Αφρική. Στις 14 Μαρτίου 1942 στη Ρώμη οι Γερμανοί και Ιταλοί αποφάσισαν τη συμμετοχή της Ελλάδας στη χρηματοδότηση του πολέμου στην Αφρική διαμέσου της προκαταβολής μηνιαίων δόσεων των “εξόδων κατοχής”. Η προκαταβολή ορίστηκε ως δάνειο.
Το δάνειο αυτό αναγνωρίστηκε από όλα τα εμπλεκόμενα μέρη. Η κυβέρνηση του Γ’ Ράιχ προέβη μάλιστα σε μια αρχή αποπληρωμής του με την καταβολή των δύο πρώτων δόσεων στην Αθήνα. Από την ιταλική πλευρά το μερίδιο της Ιταλίας στη δανειακή αυτή σύμβαση αναγνωρίστηκε επίσης και συνυπολογίστηκε στις ιταλικές επανορθώσεις που καθορίστηκαν με τη Συνθήκη Ειρήνης μεταξύ Ιταλίας και Ελλάδας τον Φεβρουάριο του 1947.
Η ελληνική πλευρά πολύ σωστά διαχώρισε το ζήτημα του κατοχικού δανείου από το γενικότερο ζήτημα των οφειλόμενων επανορθώσεων. Θεώρησε έτσι ότι η αποπληρωμή του δανείου από τη γερμανική πλευρά δεν εμπίπτει στην αναστολή των γερμανικών υποχρεώσεων όπως τις καθόρισε η Συνθήκη του Λονδίνου στα 1953. Πλην όμως το σθένος των ελληνικών απαιτήσεων μόνο ως υποτονικό μπορεί να χαρακτηριστεί. Οικονομικοί παράγοντες έθεταν κατά καιρούς το θέμα του δανείου -ο Ξενοφών Ζολώτας στα 1955, ο Άγγελος Αγγελόπουλος στα 1964- χωρίς ουσιαστική πολιτική κάλυψη.
Στη δεκαετία του 1960, επί πρωθυπουργίας του Γεωργίου Παπανδρέου, ο υιός του Ανδρέας Παπανδρέου έθεσε τη διεκδίκηση της αποπληρωμής του δανείου σε πολιτική βάση. Ο τρόπος που το έθεσε ήταν προβληματικός και στιγμάτισε έκτοτε τις διεκδικήσεις της ελληνικής πλευράς. Να το εξηγήσω:
Στην επίσκεψη του Ανδρέα Παπανδρέου στη Βόννη, τον Φεβρουάριο του 1965, τέθηκε ζήτημα “συμψηφισμού” ή “συμβιβασμού” με τη γερμανική πλευρά στο ζήτημα αυτό. Η λογική θύμιζε πιο πρόσφατες θεωρίες συμψηφισμού και winwin!
Έγραφε στην αναφορά του ο υιός του πρωθυπουργού:
“….Κατά τας συνομιλίας μου μετά των κυρίων Zachs και Kaizer ανέφερα την ύπαρξιν του εκκρεμούντος θέματος του δανείου της Τραπέζης της Ελλάδος προς τον γερμανικόν στρατόν κατοχής και υπεγράμμισα την σημασίαν την οποίαν αποδίδει η ελληνική κυβέρνησις εις ένα φιλικόν διακανονισμόν του εν λόγω θέματος. Ο διακανονισμός του θέματος τούτου, ετόνισα, ήθελεν εξαλείψει και τα τελευταία ίχνη ατυχών συμβάντων του παρελθόντος και συσφίγξει έτι περαιτέρω τας σχέσεις των δύο χωρών. Ειδικώτερον, εσημείωσα ότι ο διακανονισμός του εν λόγω δανείου δύναται να συνδεθή με την παροχήν υπό της γερμανικής κυβερνήσεως προς την Ελλάδα μακροχρονίου ατόκου ή χαμηλοτόκου δανείου προς προώθησιν της οικονομικής αναπτύξεως της Ελλάδος κατά το πρότυπον του παρελθόντος προς την Γιουγκοσλαβίαν κατά το 1956 δανείου (200.000.000 γερμανικά μάρκα, 99 έτη, άτοκον). Δάνειον αυτής της μορφής, ετόνισα εις τους κυρίους Zachs και Kaizer, ήθελε συντελέσει αποτελεσματικώς εις την ολοκλήρωσιν της οικονομικής υποδομής της χώρας καθιστώσης ούτω αποδοτικωτέραν την συνεργασίαν γερμανοελληνικών επιχειρήσεων, αίτινες ήθελον εγκατασταθή εν Ελλάδι. Επί του εν λόγω θέματος υποβάλλω εντός των ημερών γραπτόν σημείωμα εις τον κ. Kaizer. Δέον να σημειωθή ότι δια πρώτην φοράν από ελληνικής πλευράς τίθεται επισήμως το αίτημα διακανονισμού του δανείου τούτου…”.
Η θέση αυτή του Ανδρέα Παπανδρέου μετέβαλε ποιοτικά το ζήτημα των γερμανικών επανορθώσεων. Η απαίτηση της Ελλάδας έπαψε να είναι νομικά ισχυρή και διπλωματικά απαιτητή, καθώς υποβαθμίστηκε σε εργαλείο διαπραγμάτευσης με τη γερμανική πλευρά για διεκδίκηση -μάλιστα- δανείου! Η νέα ετούτη λογική παγιώθηκε. Στα 1995, ενώ η ελληνική διπλωματία παρακολουθούσε αμήχανη τις εξελίξεις και τις νέες καταστάσεις που προέκυψαν από την ενοποίηση της Γερμανίας, επί Ανδρέα Παπανδρέου, πρωθυπουργού πλέον, με ενέργειες του υπουργού Εξωτερικών Κάρολου Παπούλια, ο Έλληνας πρέσβης στη Γερμανία κ. Ι. Μπουρλογιάννης επέδωσε στις 14 Νοεμβρίου 1995 στον υφυπουργό Εξωτερικών της Γερμανίας κ. Χάρτμαν σχετική ρηματική διακοίνωση με την οποία ζητούσε να αρχίσουν διαπραγματεύσεις μεταξύ των δύο χωρών για το ζήτημα των πολεμικών επανορθώσεων και ειδικότερα για το αναγκαστικό κατοχικό δάνειο.
Τη ρηματική αυτή διακοίνωση απέρριψε με δήλωση του κ. Χάρτμαν η γερμανική κυβέρνηση.
Από ελληνικής πλευράς ακολούθησε σχετική δήλωση του τότε υπουργού Τύπου, ο οποίος τόνισε πως “…η Γερμανία είναι εταίρος και φίλη χώρα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Το θέμα αυτό είναι διακρατικού επιπέδου και γι’ αυτό και κινούμεθα όπως ακριβώς είχαμε προσφάτως ανακοινώσει. Προς τούτο απαιτούνται ορθοί και υπεύθυνοι χειρισμοί τους οποίους η κυβέρνηση έχει αναλάβει κι έτσι θα προχωρήσει…”.
Στη συνέχεια, κι ενώ πέρασαν περισσότερα από 15 χρόνια και μεσολάβησαν τρεις διαφορετικές κυβερνήσεις με πρωθυπουργούς τον Κώστα Σημίτη, τον Κώστα Καραμανλή και τον Γιώργο Παπανδρέου, το ζήτημα δεν επανατέθηκε, επιτρέποντας στη γερμανική πλευρά να υποστηρίζει ότι το ζήτημα θεωρείται λήξαν.
Για να μην είμαστε απόλυτα άδικοι, οι διαδοχικές ελληνικές κυβερνήσεις δεν έπραξαν μεν σχεδόν τίποτα για τη διεκδίκηση των επανορθώσεων, από την άλλη μεριά όμως ποτέ δεν απέσυραν το ελληνικό αίτημα και ποτέ δε θεώρησαν το θέμα λήξαν (παρά την έντονη επιθυμία μερικών από αυτές, π.χ. Σημίτης), όπως θα ήθελε η γερμανική πλευρά.
Υπήρξαν δε και ορισμένες εξάρσεις στο ζήτημα, άσχετα από τη συγκυρία και τους λόγους που την προκάλεσαν. Στις 13 Δεκεμβρίου του 2010, επιτροπή της Βουλής κατέθεσε συγκεκριμένα μεγέθη για το ύψος των γερμανικών επανορθώσεων και το σώμα δέσμευσε τις ελληνικές κυβερνήσεις να προβούν στις δέουσες ενέργειες. Οι συνολικές απαιτήσεις της Ελλάδας ορίστηκαν στα 162 δισεκατομμύρια ευρώ χωρίς τους αναλογούντες τόκους. Από αυτό το ποσό, τα 108 δισεκατομμύρια αφορούσαν τις πολεμικές επανορθώσεις και τα 54 δισεκατομμύρια το κατοχικό δάνειο.
Με βάση αυτές τις εκτιμήσεις η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ (αναπληρώτρια υπουργός εξωτερικών η Σία Αναγνωστοπούλου) έκανε τη δεύτερη ρηματική διακοίνωση στη γερμανική κυβέρνηση, η οποία απορρίφθηκε επίσης. Η διακοίνωση έγινε στο τέλος της κυβερνητικής θητείας του ΣΥΡΙΖΑ την παραμονή εκλογών που θα σηματοδοτούσαν την πτώση της. Η προεκλογική εργαλειακή χρήση του αιτήματος των αποζημιώσεων είναι προφανές ότι απομειώνει το κύρος των διεκδικήσεων. Είναι χαρακτηριστικό ότι πολλοί χώροι, άτομα και συλλογικότητες, επαναφέρουν, παραμονές εκλογών και, ίσως, πολιτικής κρίσης, το ίδιο ζήτημα. Προφανώς για να το ξεχάσουν αμέσως μετά.
Οι δε κινητοποιήσεις που αναγγέλλονται έχουν ένα χαρακτηριστικό. Δε στρέφονται ενάντια στην ελληνική κυβέρνηση και το ελληνικό πολιτικό σύστημα που ταλαιπωρούν για πολλές δεκαετίες το ζήτημα, αλλά στρέφονται και διαδηλώνουν εναντίον της Γερμανίας. Η διεκδίκηση είναι θέμα πολιτικό, διπλωματικό, διακρατικό. Είναι ευθύνη και αρμοδιότητα της ελληνικής κυβέρνησης να το θέσει στη γερμανική πλευρά. Τα υπόλοιπα έχουν νόημα μόνο αν υποχρεωθεί να κινηθεί προς αυτήν την κατεύθυνση το Υπουργείο Εξωτερικών της Ελλάδας.
Μια παρατήρηση ακόμα. Το ζήτημα των αποζημιώσεων επανέρχεται σε κάθε επετειακή εκδήλωση. Επανέρχεται σε ηθική όμως βάση. Διεκτραγωδούνται οι δολοφονίες, οι μαζικές εκτελέσεις, οι καταστροφές, οι εκτοπίσεις, οι πυρπολήσεις χωριών, τα στρατόπεδα θανάτου και όλα τα σχετικά. Πολύ καλά ως εδώ.
Τα παραπάνω όμως εγκληματικά έχουν ήδη ληφθεί υπόψη από τις μεταπολεμικές συνθήκες και έχουν αποτιμηθεί σε πολιτική βάση – όχι ηθική. Βρισκόμαστε δηλαδή πέρα από το ζήτημα της ηθικής καταδίκης, στο κεφάλαιο της υλικής επανόρθωσης. Δεν υπάρχει κανείς λόγος να επιστρέφουμε στο ηθικό πεδίο και να ζητούμε την εκ νέου ηθική -αποκλειστικά- καταδίκη της Γερμανίας. Η ηθική καταδίκη αντιμετωπίζεται από μια “Συγγνώμη” του όποιου Γερμανού επισήμου. Η υλική υποχρέωση επανορθώσεων θέτει περισσότερα ζητήματα από την απλή “Συγγνώμη”.
Η Γερμανία έχει κάθε λόγο να εκτρέπει το ζήτημα προς το ηθικό. Η Ελλάδα δεν έχει κανένα.
Αυτό είναι σύγχυση. Και η σύγχυση υπονομεύει τον αγώνα για καταβολή των πολεμικών επανορθώσεων».
Παραπομπές:
1. Agreement on Reparation from Germany, on the establishment of an inter-allied reparation agency and on the restitution of monetary gold, Παρίσι, 14 Ιανουαρίου 1946: https://www.mzv.cz/file/198469/Paris.pdf
2. Guinnane T., (2004), Financial Vergangenheitsbewaltigung: The 1953 London Debt Agreement, Leibniz Information Centre for Economics, Center Discussion Paper No. 880 /https://www.econstor.eu/bitstream/10419/98344/1/cdp880.pdf
3. DW 10 Ιουλίου 2019