Με μια μεγάλη εκδήλωση στο θέατρο «Μελίνα Μερκούρη» κορυφώθηκαν το βράδυ της Κυριακής 13 Οκτώβρη 2024 οι εκδηλώσεις για τα 80 χρόνια από το Μπλόκο της Καλαμαριάς, που διοργάνωσαν στο πλαίσιο των 80 χρόνων από την Απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης από τον ΕΛΑΣ το Παράρτημα Ανατολικής Θεσσαλονίκης της ΠΕΑΕΑ-ΔΣΕ και η Τομεακή Οργάνωση Ανατολικής Θεσσαλονίκης του ΚΚΕ.
Η εκδήλωση ξεκίνησε με απαγγελία ποιήματος και με ένα θεατρικό δρώμενο που αναπαράστησε στιγμές αγωνιστικής ανάτασης του λαού την ημέρα της Απελευθέρωσης της Θεσσαλονίκης από τον ΕΛΑΣ.
Ακολούθησε ομιλία από τον Γιάννη Δελή, βουλευτή του ΚΚΕ, που φώτισε πως 80 χρόνια από την Απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης από τον ΕΛΑΣ, και τότε και τώρα μόνο ο λαός σώζει το λαό, στο δρόμο της ανατροπής, με δυνατό ΚΚΕ!
Η εκδήλωση ολοκληρώθηκε με συναυλία – αφιέρωμα στα τραγούδια της Αντίστασης, με τις επιβλητικές φωνές της Μαρίας Φραγκούλη και του Σωτήρη Μπαλλά, τους οποίους συνόδευσαν οι μουσικοί Π. Παφρανίδης (μπουζούκι), Γ. Φιλιππουπολίτης (πιάνο), Γ. Ιωαννίδης (τύμπανα), Λ. Κυρίδης (μπάσο), Ν. Ταλέας (ακορντεόν).
Νωρίτερα το πρωί, πραγματοποιήθηκε ιστορικός περίπατος στην Καλαμαριά του Μπλόκου (13/8/1944), με αφετηρία τους Μύλους «Αλλατίνη» (οδός Λογοθέτου και Σοφούλη γωνία Κάλλας). Ένας περίπατος που πέρασε από τα σημεία όπου δολοφονήθηκαν οι 11 αγωνιστές (οδός Βλάση Γαβριηλίδη και Τραπεζούντος γωνία, οδός Νικομηδείας 16-18, οδός Μουρουζιδών και Πασαλίδη γωνία, Ιασωνίδου 10) και κατέληξε στην Πλατεία Προσφυγικού Ελληνισμού.
Στον ιστορικό περίπατο συμμετείχαν και οι συγγενείς των οικογενειών τριών εκτελεσμένων, Ουσταμπασίδη, Γεωργιάδη και Καρατζόγλου.
Το Μπλόκο ήταν μια προγραμματισμένη επιχείρηση τρομοκράτησης και εξόντωσης όσων συμμετείχαν σε αντιστασιακές ενέργειες κατά των Γερμανών. Η επιχείρηση στους συνοικισμούς της Καλαμαριάς είχε προετοιμαστεί από καιρό και είχε δοθεί εντολή οι εκτελέσεις να γίνουν κατά τη διάρκεια της ημέρας, ώστε να επιτευχθεί άμεσα ο στόχος της τρομοκράτησης. Η εκτέλεση της επιχείρησης είχε ανατεθεί στη συμμορία του Δάγκουλα.
Οι 11 δολοφονημένοι που εκτελέστηκαν στα σπίτια τους ή στον δρόμο ήταν οι: Ανδρέας Γεωργιάδης, Κωνσταντίνος Μοροχλιάδης, Παρασκευή Μοροχλιάδου, Δημήτρης Τιτόπουλος, Σπυρίδων Τιτόπουλος, Μιχαήλ Μιχαλίτσης, Κωνσταντίνος Δεληβαλάς, Αναστάσης Καρατζόγλου, Βασίλης Ζαμπέτογλου, Θόδωρος Ουσταμπασίδης, Γιώργος Μαραγκός.
Φοβούνταν και φοβούνται την οργάνωση του λαού
Στην ομιλία του ο Γ. Δελής αναφέρθηκε στο Μπλόκο της Καλαμαριάς, λέγοντας μεταξύ άλλων: «Κείνη τη μέρα οι Γερμανοί περικυκλώνουν και μπλοκάρουν την Καλαμαριά, την Αρετσού, το Δέρκων, το Κουρί, το Κατιρλί και το Κέντρο, και κανείς δεν μπορεί ούτε να μπει, ούτε να διαφύγει. Στη συνέχεια τα θηρία πλιατσικολογούν, κακοποιούν και στο τέλος δολοφονούν 11 ανθρώπους, προγραμμένους, μα κι όσους βρέθηκαν μπροστά τους. Όλα αυτά, όμως, δεν τα κάνουν οι ίδιοι οι Γερμανοί κατακτητές! Τα κάνουν οι Έλληνες συνεργάτες τους, οι ταγματασφαλίτες, ο Δάγκουλας με τη συμμορία του. Χτυπούν για μια ακόμα φορά στην κόκκινη ανταρτομάνα Καλαμαριά των προσφύγων και των εργατών, γιατί ξέρουν πως το ΕΑΜ και το ΚΚΕ κυριαρχεί και σε αυτήν.
Όπως βλέπετε, η αστική τάξη ποτέ δεν έχασε και δε χάνει το ταξικό της ένστικτο και τον προσανατολισμό και πάντα έχει πλήρη γνώση του πραγματικού της αντιπάλου, που δεν είναι, βέβαια, οι αστικές τάξεις των άλλων χωρών, μα η ίδια η εργατική τάξη και τα γύρω της λαϊκά στρώματα, και βέβαια, η πολιτική τους πρωτοπορία, το ΚΚΕ. Κι αυτό η ελληνική αστική τάξη δεν το ξεχνά και δεν το ξέχασε ποτέ!
Ούτε, φυσικά, στα χρόνια της ξενικής κατοχής τότε που, ανάλογα με τα συμφέροντά τους, ένα μέρος της μαζί με το πολιτικό της προσωπικό κατέφευγε στην Αίγυπτο και στη ζεστή αγκαλιά του εγγλέζικου ιμπεριαλισμού, αρπάζοντας και το κρατικό θησαυροφυλάκιο, τότε που ένα άλλο μέρος της λούφαζε, περιμένοντας να δει πού θα πάνε τα πράγματα και τότε που ένα μεγάλο της μέρος συνεργάζεται ανοιχτά με τον κατακτητή, πότε στελεχώνοντας δοσιλογικές κυβερνήσεις, πότε οργανώνοντας αντικομουνιστικές συμμορίες χιτών και γερμανοτσολιάδων και πάντα κάνοντας χρυσοφόρες μπίζνες με τους κατακτητές.
Κι όλοι μαζί αυτοί καλούν τότε το λαό να κάνει υπομονή, να κάτσει φρόνιμα, γιατί ο αντίπαλος ήταν πολύ δυνατός κι η χώρα μας πολύ μικρή.
Φοβούνταν και φοβούνται την οργάνωση του λαού και την αντιμάχονται και τότε και σήμερα.
Και μόλις βλέπουν, από το Στάλινγκραντ και μετά, το αντιστασιακό κίνημα να φουντώνει και το ΚΚΕ να αγκαλιάζεται από τη βασανισμένη μα αγωνιζόμενη λαϊκή πλειοψηφία, δε διστάζουν, όλοι μαζί, δεξιοί, κεντρώοι και βασιλικοί, να βάλουν μπρος τα άνομα σχέδιά τους και συνεργαζόμενοι και στρατιωτικά με τον κατακτητή, φτιάχνουν το δικό τους στρατό, τους χίτες, τους ταγματασφαλίτες, τους παοτζήδες κι ένα σωρό άλλες εγκληματικές συμμορίες και τους στρέφουν όχι ενάντια στους κατακτητές, μα ενάντια στον αγωνιζόμενο λαό και στο οπλισμένο τμήμα του, τον ΕΛΑΣ. Αυτό ακριβώς έγινε εδώ στην Καλαμαριά τον Αύγουστο του 1944!».
Πρόσθεσε πως «συνήθως σε τέτοιες επετείους όλοι οι απολογητές του συστήματος και της καπιταλιστικής βαρβαρότητας μιλούν και προβάλλουν την “εθνική ενότητα”. Όπως τότε, μας λένε, ενωμένοι όλοι οι Έλληνες πολέμησαν τον κατακτητή, έτσι πρέπει και σήμερα όλοι ενωμένοι να βάλουμε πλάτη για να βγει η χώρα απ’ την κρίση.
Όπως όμως μας δείχνει το Μπλόκο της Καλαμαριάς κι όλη η ιστορία της Κατοχής, τα πράγματα δεν έγιναν έτσι. Πράγματι, ο λαός ήταν αυτός που ενώθηκε, στη συντριπτική του πλειοψηφία, όχι όμως με την αστική τάξη, που στα δύσκολα ήταν απούσα ή στάθηκε απέναντί του. Ο λαός ήταν αυτός που ανταποκρίθηκε και συντονίστηκε στο κάλεσμα τότε του ΚΚΕ. Κι αποδείχτηκε για άλλη μια φορά ξανά ότι στην ταξική κοινωνία είναι αδύνατο να υπάρξει “εθνική ενότητα” ανάμεσα σε εκμεταλλευτές και εκμεταλλευόμενους, ότι την εξουσία θα την έχει είτε η αστική είτε η εργατική τάξη.
Και όπως και τότε, έτσι και σήμερα, μέσα στην Ελλάδα υπάρχουν στην πραγματικότητα “δύο πατρίδες”. Από τη μία η “πατρίδα” του εργαζόμενου λαού και της νεολαίας, που ζουν την εκμετάλλευση και την αδικία, το χτύπημα των δικαιωμάτων τους, μια πατρίδα γεμάτη από “Τέμπη”, που καθημερινά επιβεβαιώνεται το σύνθημα “ή τα κέρδη τους ή οι ζωές μας”. Από την άλλη, η “πατρίδα” της χλιδής και του πλούτου μιας χούφτας μεγαλομετόχων παρασίτων, που όχι απλά δεν προσφέρουν τίποτα και καρπώνονται τη δουλειά των πολλών, αλλά και μας μπλέκουν στους επικίνδυνους ανταγωνισμούς και πολέμους τους.
Κι έρχεται κι η Ιστορία, και με τη σειρά της επιβεβαιώνει κι αυτή, με τον πιο σκληρό τρόπο, και κάτι ακόμα: ότι ο φασισμός είναι γέννημα θρέμμα του καπιταλιστικού συστήματος, ότι αξιοποιείται ως εφεδρεία για τα δύσκολα απέναντι στο εργατικό κίνημα. Κι όποτε χρειάστηκε και χρειάζεται, το κεφάλαιο αξιοποιεί πολύμορφα τα φασιστικά κόμματα και τις φασιστικές οργανώσεις ως στήριγμα της επίσημης καταστολής, τους έδωσε και τους δίνει ακόμα και την κυβερνητική εξουσία. Το φασισμό, λοιπόν, το σύστημα και το κράτος που τον γεννούν και τον συντηρούν, ούτε θέλουν ούτε και μπορούν να τον αντιμετωπίσουν. Αυτό μόνο ο οργανωμένος λαός μπορεί να το κάνει».
Αναφερόμενος στα συμπεράσματα που προκύπτουν από την ακριβοπληρωμένη πείρα του κομμουνιστικού κινήματος στη χώρα μας, σημείωσε πως «η εθνικοαπελευθερωτική πάλη των εκμεταλλευομένων πρέπει να διεξάγεται ξέχωρα από τους εκμεταλλευτές τους και να αποσκοπεί στην ανατροπή της αστικής εξουσίας. Γι’ αυτό όσοι μιλούν, σήμερα, στο όνομα της ηρωικής πάλης του ΕΑΜ, αρνούμενοι να βγάλουν συμπεράσματα από την κατάληξη αυτής της πάλης, στο βαθμό που δε συνδέθηκε με την ανατροπή της αστικής εξουσίας, εξ αντικειμένου “πετάνε” και χαραμίζουν την αιματοβαμμένη πείρα του εργατικού-κομμουνιστικού κινήματος και προετοιμάζουν νέες σφαγές του.
(…) Οι μόνες θυσίες που αρμόζουν στο λαό μας είναι οι θυσίες στον αγώνα για να ξημερώσει η δική του εργατική-λαϊκή εξουσία, η μόνη που θα βάλει τέρμα στην εκμετάλλευση και στην ταξική αδικία, εξαλείφοντας οριστικά τις κρίσεις. Αυτό είναι το πραγματικό σημερινό νόημα -από τη σκοπιά της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων- της επετείου της Απελευθέρωσης της Θεσσαλονίκης από τους ναζί και όλων των αγώνων του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ».