Posted on 5 Νοεμβρίου, 2024 in Νέα Παραρτημάτων

Τύρναβος: Εκδήλωση για την 80ή επέτειο από την απελευθέρωση της πόλης από τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής

Με μια λιτή αλλά γεμάτη συγκίνηση εκδήλωση, ο Δήμος Τυρνάβου τίμησε στις 24 Οκτώβρη 2024 την 80ή επέτειο από την απελευθέρωση της πόλης από τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής.

Η εκδήλωση πραγματοποιήθηκε στο Μνημείο της Εθνικής Αντίστασης, παρουσία της δημοτικής αρχής, μαθητών από τα γυμνάσια και λύκεια της πόλης, εκπροσώπων των σχολείων της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης και φορέων του Δήμου Τυρνάβου.

Εκεί έγινε ομιλία από το δήμαρχο Τυρνάβου Στέλιο Τσικριτσή, ενώ ακολούθησε κατάθεση στεφάνων στο Μνημείο από το Δήμο Τυρνάβου, την ΠΕΑΕΑ-ΔΣΕ, την ΚΟΒ Τυρνάβου του ΚΚΕ και τον Αγροτικό Σύλλογο Τυρνάβου.

Όταν ο λαός παλεύει για το δίκιο του, μπορεί να τα καταφέρει

Ο Δήμαρχος Τυρνάβου Στέλιος Τσικριτσής μεταξύ άλλων σημείωσε:

«Ήταν πρωί της 24ης Οκτώβρη του 1944 όταν οι Γερμανοί εγκατέλειπαν τον Τύρναβο, κάτω από τις συνθήκες που διαμορφώθηκαν στην εξέλιξη των πολεμικών μετώπων.

Η αποχώρησή τους δεν ήταν εύκολη, συνοδεύτηκε από ένοπλες συγκρούσεις με τους αντάρτες του ΕΛΑΣ και μεγάλες απώλειες σε έμψυχο και πολεμικό υλικό, με τις δυνάμεις τις αντίστασης να λαμβάνουν επίκαιρες θέσεις πλησίον του Τυρνάβου και της Ε.Ο. Λαρίσης-Κοζάνης. Άλλωστε τα συντριπτικά χτυπήματα σε βάρος των κατοχικών δυνάμεων υπήρξαν αλλεπάλληλα όλο το προηγούμενο διάστημα, όπως η μάχη στον Καράλλακα στις 6 Μάη, μάχες στα χωριά της Ροδιάς, του Αργυροπουλίου, των Δελερίων, η ανατίναξη των αποθηκών πυρομαχικών στο Κασσάνι στις 23 Ιούλη και μια σειρά από άλλες σημαντικές επιχειρήσεις, που φανέρωναν το πλησίασμα της απελευθέρωσης. (…)

Από την ηρωική στάση του λαού μας αποδεικνύεται ότι κανένας αντίπαλος, όσο ισχυρός κι αν φαίνεται, δεν είναι ανίκητος από τον αποφασισμένο λαό, ότι και το τέρας του φασισμού τσακίζεται από τον οργανωμένο λαό κι ότι κι ο πιο αρνητικός συσχετισμός δύναμης αλλάζει, όπως κι οι διαθέσεις του λαού μας, που από τη σκιά του φόβου και της σκλαβιάς οδηγήθηκε στην ηρωική αντιστασιακή πάλη.

Και την ώρα που συστηματικά καλλιεργείται ότι στη διάρκεια της Κατοχής όλοι οι Έλληνες, με «εθνική ομοψυχία», αντιστάθηκαν στον κατακτητή, η πραγματικότητα είναι διαφορετική. Από τη μία, οι βιομήχανοι, τραπεζίτες, εφοπλιστές, μεγαλέμποροι και τα πολιτικά τους κόμματα είτε έφυγαν στο εξωτερικό μαζί με το βασιλιά έχοντας αρπάξει τα κρατικά αποθέματα χρυσού είτε συνεργάστηκαν ανοιχτά με τον κατακτητή. Και από την άλλη, ο λαός μας βρέθηκε μόνος του αντιμέτωπος με τον κατακτητή και, στηριζόμενος στις δικές του δυνάμεις, δημιούργησε ένα από τα μεγαλύτερα αντιστασιακά κινήματα στην Ευρώπη, που έσωσε το λαό από την πείνα, ακύρωσε την επιστράτευση των Ελλήνων από το γερμανικό στρατό, καθήλωσε πολλές γερμανικές μεραρχίες στην Ελλάδα.

(…) Όπως τότε, έτσι και σήμερα, στην Ελλάδα υπάρχουν δύο πατρίδες. Από τη μία, η πατρίδα του εργαζόμενου λαού και της νεολαίας, που ζουν την εκμετάλλευση και την αδικία, το χτύπημα των δικαιωμάτων τους, μια πατρίδα γεμάτη Τέμπη, που καθημερινά επιβεβαιώνεται το σύνθημα που βροντοφώναξε πάνω από ένα εκατομμύριο κόσμου, “ή τα κέρδη τους ή οι ζωές μας”. Από την άλλη, η πατρίδα του πλούτου μιας χούφτας επιχειρηματικών ομίλων που καρπώνονται τη δουλειά των πολλών και μας μπλέκουν σε επικίνδυνους ανταγωνισμούς και πολέμους, όπως σήμερα στα πολεμικά μέτωπα στην Ουκρανία και στη Μέση Ανατολή.

Αντλώντας δύναμη από τις ηρωικές σελίδες της ιστορίας του λαού μας, χρειάζεται σήμερα να δυναμώσουμε την πάλη μας για την κάλυψη των σύγχρονων αναγκών μας και μπροστά στα τύμπανα του πολέμου που ηχούν στη γειτονιά μας, να δείξουμε αλληλεγγύη στην πάλη των λαών, απαιτώντας να σταματήσει τώρα η εμπλοκή της χώρας μας στους πολέμους.

Η ιστορία μας δείχνει ότι όταν ο λαός παλεύει για το δίκιο του, μπορεί να τα καταφέρει. Τιμή και δόξα σ’ αυτούς που κράτησαν ψηλά τη σημαία της Αντίστασης.

Σ’ αυτούς που πολέμησαν, τραυματίστηκαν, κυνηγήθηκαν για την αντιστασιακή τους δράση. Που υπέφεραν την πείνα, τις στερήσεις, τις κακουχίες, τα βασανιστήρια, που έχασαν τα υπάρχοντα και τις περιουσίες τους.

Σ’ αυτούς που έπεσαν με το όπλο στο χέρι, στα πεδία των μαχών, σε όσους βασανίστηκαν, εκτελέστηκαν ή δολοφονήθηκαν, ένοπλοι και άμαχοι, άνδρες γυναίκες και παιδιά».