Posted on 14 Μαΐου, 2025 in Νέα Παραρτημάτων

Η ΕΠΟΝ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΠΡΟΣΦΥΓΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΖΟΡΜΠΑΛΑ Μέρος 1ο

 

Με τη λήξη του εμφυλίου πολέμου, κάπου 100 χιλιάδες Έλληνες -άνδρες και γυναίκες, ηλικιωμένοι, νέοι και παιδιά- αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα χώματα που γεννήθηκαν και να καταφύγουν στο εξωτερικό και κύρια στις ανατολικές χώρες της Ευρώπης, που τους δέχτηκαν με αληθινή αγάπη και στοργή.

Και εκεί στην ξενιτειά, που βρέθηκαν χωρίς τη θέλησή τους και χωρίς να έχουν ιδιοτελείς επιδιώξεις, οι Έλληνες δημοκράτες συνέχισαν με άλλους τρόπους τις ένδοξες παραδόσεις της Εθνικής Αντίστασης. Δείχνοντας τους στενούς δεσμούς τους, μ’ αυτές τις παραδόσεις, φρόντισαν από την πρώτη στιγμή της αναγκαστικής προσφυγιάς τους να διατηρήσουν αλώβητα τα ιδανικά τους και να εκδηλώσουν την αγάπη τους προς την πατρίδα τους και το λαό της. Κινούμενοι από την αφοσίωσή τους στην κοινωνική πρόοδο και την ετοιμότητα να προσφέρουν τις γνώσεις και τις νέες εμπειρίες τους στον τόπο τους, άρχισαν από τις πρώτες μέρες να καταβάλουν τεράστιες προσπάθειες για να μάθουν τη γλώσσα της χώρας που τους φιλοξενούσε, να αποκτήσουν επαγγελματική ειδίκευση και να μορφωθούν ποικιλότροπα.

Σε αυτή τη νέα εξόρμηση, όπως και παλιότερα, ξεχώρισαν οι χιλιάδες ΕΠΟΝίτες κι ΕΠΟΝίτισσες, που με όλα τα μέσα είχαν πολεμήσει στα χώματά τους για το δίκιο και την προκοπή της Πατρίδας και είδαν την προσφυγιά σαν μια σοβαρή ευκαιρία να μάθουν όσα δεν μπορούσαν να μάθουν στην Ελλάδα για να γίνουν πιο χρήσιμοι για το μέλλον της

Κοντά σ’ αυτούς ακολούθησαν τα 20 χιλιάδες περίπου Ελληνόπουλα, που στάλθηκαν σ’ αυτές τις χώρες από το Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας, για να σωθούν από τους βομβαρδισμούς και τις αρπαγές της τότε βασίλισσας Φρειδερίκης, για να γλιτώσουν τα γνωστά «αναμορφωτήριά» της, που δημιούργησε στα διάφορα ξερονήσια στην περίοδο του εμφυλίου πολέμου.

Για χρόνια πολλά η προπαγάνδα της ντόπιας και ξένης αντίδρασης σκόρπισε τις πιο ασύστατες ψευδολογίες για τους Έλληνες πολιτικούς πρόσφυγες και το λεγόμενο «παιδομάζωμα».

Μίλησαν για Έλληνες πολιτικούς κρατούμενους στα νέα στρατόπεδα της Ανατολικής Γερμανίας, της Σοβιετικής Ένωσης και των άλλων ανατολικών χωρών, για διώξεις σε βάρος τους, για πείνα και δυστυχία, για το ότι στις χώρες αυτές τα παιδιά της Ελλάδας μετατρέπονταν σε «γενίτσαρους».

Η αλήθεια, όμως, γρήγορα ή αργά πάντα θριαμβεύει. Έτσι και η πραγματικότητα για τους Έλληνες πολιτικούς πρόσφυγες αποδείχτηκε τελείως διαφορετική. Σιγά-σιγά ωρίμασαν και οι καιροί για να προστεθεί δίπλα στην ένδοξη απελευθερωτική ιστορία της ΕΠΟΝ και το τιμητικό έργο της στα κατοπινά χρόνια της αναγκαστικής ξενιτειάς και της προσφυγιάς.

Η φροντίδα για τους Έλληνες πολιτικούς πρόσφυγες που κατέφυγαν στις ανατολικές χώρες, άρχισε από τις 25 περίπου χιλιάδες τα μικρότερα παιδιά που είχαν σταλεί εκεί πριν να τελειώσει ο εμφύλιος πόλεμος. Τα παιδιά αυτά προέρχονταν κύρια από τις βόρειες περιοχές της χώρας, αλλά και από την Κεντρική Ελλάδα – τη Θεσσαλία και τη Ρούμελη. Είχαν μεταφερθεί το 1948-49 στις ανατολικές χώρες ύστερα από παρακλήσεις των γονιών και στενών συγγενών τους. Γι’ αυτό και αργότερα -το 1950- μετά το τέλος του εμφυλίου, όσα ζητήθηκαν από τους δικούς τους (κάπου 5 χιλιάδες), με τη βοήθεια και της Ελληνικής Επιτροπής βοήθειας στο παιδί (ΕΒΟΠ), που είχε Πρόεδρό της τον καθηγητή του Πανεπιστημίου της Αθήνας Πέτρο Κόκαλη και μέλη της Έλληνες εκπαιδευτικούς και στελέχη της ΕΠΟΝ, επέστρεψαν στην Ελλάδα.

Στην μετακίνηση και την πρώτη περίθαλψη των παιδιών, που ήταν από 8 χρόνων ως 16, σοβαρό ρόλο έπαιξε η Εκτελεστική Επιτροπή της Βαλκανικής Νεολαίας, που με πρόταση της ΕΠΟΝ ανέλαβε στις αρχές του 1948 την υποδοχή και τακτοποίηση 12 χιλιάδων Ελληνόπουλων. Αργότερα, την ίδια φροντίδα για την παραλαβή των παιδιών της Ελλάδας την ανέλαβαν οι οργανώσεις νεολαίας της κάθε χώρας της Ανατολικής Ευρώπης και ο Ερυθρός Σταυρός. Έτσι, ως τα μέσα του 1949, ο αριθμός των παιδιών που εγκαταστάθηκαν σ’ αυτές τις χώρες έφτασαν τις 25 χιλιάδες για να μειωθεί το 1950 στις 20 περίπου χιλιάδες.

Σε κάθε χώρα που μεταφέρονταν τα παιδιά αυτά, τα περίμεναν στα σύνορα αντιπροσωπείες της ντόπιας νεολαίας και του Ερυθρού Σταυρού, τα περιποιούνταν, τα φίλευαν με γλυκά και αναμνηστικά και με τραγούδια τα συνόδευαν στους ξενώνες. Μαζί με τους ξένους, από τις πρώτες μέρες άρχισαν την επιμέλεια των παιδιών και ΕΠΟΝίτικα στελέχη και Έλληνες εκπαιδευτικοί.

Τα ελληνόπουλα εγκαταστάθηκαν στα καλύτερα εξοχικά κτίρια αυτών των χωρών. Στην Ανατολική Γερμανία, τους διέθεσαν 17 από τις πιο όμορφες βίλες κοντά στη Δρέσδη, δυο μέγαρα με κήπους, με αίθουσες πολιτισμού κλπ. στη Λειψία και άλλες εξοχικές επαύλεις σε διάφορες περιοχές.” Στη Ρουμανία, τα εγκατέστησαν στα λαμπρά εξοχικά της Σινάιας, στην Τσεχοσλοβακία στο Κάρλοβι Βάρυ και σε ανάλογες εξοχές των άλλων χωρών.

Η πρώτη μέριμνα ήταν για την υγεία αυτών των παιδιών που βρίσκονταν σε άσχημη κατάσταση. Ύστερα από ιατρικές εξετάσεις, αποδείχτηκε πως το 26% των προσφυγόπουλων έπασχαν από πνευμονικές παθήσεις, 17,5% από βρογχικά, 14% από ψώρα, 21,5% από ρευματικά και άλλες αρρώστιες.

Γι’ αυτό και οι χώρες που τα φιλοξενούσαν διέθεσαν τους ανάλογους γιατρούς για την περίθαλψή τους και, παρά τις στερήσεις που δοκίμαζαν οι ίδιες, τους εξασφάλισαν ενισχυμένη διατροφή με γάλα, βούτυρο κλπ., τον κατάλληλο ρουχισμό και την ανάλογη ψυχαγωγία.

Δίπλα στους ξένους, τα Ελληνόπουλα της προσφυγιάς είχαν σαν συμπαραστάτες τους την ΕΒΟΠ, την ΕΠΟΝ, τα Αετόπουλα και την Πανελλήνια Δημοκρατική Ένωση Γυναικών (ΠΔΕΓ). Οι οργανώσεις αυτές με τα παραρτήματά τους σε κάθε χώρα και σε κάθε παιδικό σταθμό βοηθούσαν ποικιλότροπα στην καθοδήγηση των παιδιών, στο να μάθουν τα παιδιά την ξένη γλώσσα, αλλά και να μην αποκοπούν από τις ελληνικές παραδόσεις. Σε αυτή την προσπάθεια, ξεχωριστός ήταν ο ρόλος της ΕΠΟΝ. Όπως έγραφε ένα ΕΠΟΝίτικο στέλεχος της προσφυγικής οργάνωσης της Ρουμανίας -ο Α. Ραφαηλίδης: «η ΕΠΟΝ έμαθε τα παιδιά να τραγουδούν τα ελληνικά τραγούδια και να χορεύουν τους ελληνικούς χορούς. Γέμισε τις καρδιές τους με την αγάπη και το σεβασμό προς την πατρίδα και τους εθνικούς λαϊκούς αγώνες. Τα δίδαξε τα πρώτα απλά μαθήματα για την κοινωνία. Έβαλε στην ψυχή τους την αγάπη για το άσπρο περιστέρι της Ειρήνης και της Φιλίας των Λαών».

Ξεχωριστή ήταν η φροντίδα για τη διαπαιδαγώγηση και τη μόρφωση γενικά των παιδιών από τις χώρες που τα φιλοξένησαν και τις αντίστοιχες ελληνικές οργανώσεις.

Τα παιδιά που στάλθηκαν στις ανατολικές χώρες της Ευρώπης στην πλειοψηφία τους -από τα 60 ως τα 80%- ήταν τελείως αγράμματα, τα 17,5% είχαν περάσει την πρώτη Δημοτικού και τα 14% τη δεύτερη. Σπάνιες ήταν οι περιπτώσεις που μερικά απ’ αυτά είχαν φοιτήσει στο Γυμνάσιο.

Γι’ αυτό και από τις πρώτες μέρες τα μεγαλύτερα τα έβαλαν στα ειδικά σχολεία που οργανώθηκαν σε κείνες τις χώρες και τα μικρότερα σε παιδικούς σταθμούς. Οι λίγοι Έλληνες εκπαιδευτικοί που βρέθηκαν εκεί, με τη βοήθεια και αρκετών ΕΠΟΝιτών κι ΕΠΟΝιτισσών ανέλαβαν το δύσκολο εκπαιδευτικό έργο. Στο πλευρό τους παράστεκαν οι ντόπιοι δάσκαλοι και καθηγητές.

Η πρώτη επιδίωξη των Ελλήνων εκπαιδευτικών και των ΕΠΟΝιτών, που έκαναν χρέη δασκάλου, ήταν να μάθουν στα μικρά ελληνόπουλα την ελληνική γλώσσα, την ιστορία του τόπου τους και τη γεωγραφία του. Για το σκοπό αυτό, κυκλοφόρησαν ειδικά «αλφαβητάρια» για αναγνωστικά, γραμματική και συντακτικό, όπως: «Η γλώσσα μας» του Γ. Αθανασιάδη, η «Γραμματική» των Θ. Ηλιόπουλου και Περ. Καλοδίκη, το «Συντακτικό της Ελληνικής Γλώσσας» του Περ. Καστρίτη, ειδικά βιβλία για την ελληνική λογοτεχνία όπως η «Ανθολογία της Αρχαίας Ελληνικής λογοτεχνίας» του Θ. Μητσόπουλου, βιβλία για την Ελληνική Ιστορία όπως το «Ιστορία της Αρχαίας Ελλάδας» του Τ. Τριανταφυλλίδη, «Ιστορία του Βυζαντίου» του Τ. Μαμάτση, «Νέοι Χρόνοι – Τουρκοκρατία – Επανάσταση του 1821» του Γ. Ζωίδη, η «Γεωγραφία της Ελλάδας» του Λάκη Σουκαλόπουλου κλπ.

Συνολικά, από πρόσφυγες εκπαιδευτικούς, από συγγραφείς και ΕΠΟΝίτικα στελέχη συντάχθηκαν και κυκλοφόρησαν 44 αλφαβητάρια και αναγνωστικά για όλες τις τάξεις του Δημοτικού και του Γυμνασίου, 20 βιβλία Γραμματικής και Συντακτικού, 6 εγχειρίδια ιστορίας και 7 γεωγραφίας και 4 βοηθήματα για τους εκπαιδευτικούς.

Συμπληρωματικά κυκλοφόρησαν 50 εξωσχολικά παιδικά αναγνώσματα και 57 λογοτεχνικές εκδόσεις με έργα του Σολωμού, του Μακρυγιάννη, του Παλαμά, του Καρκαβίτσα, του Ρίτσου, του Δ. Φωτιάδη, του Μ. Λουντέμη, του Δ. Χατζή κλπ.

Και οι εκδόσεις αυτές διακρίνονταν για την ποιότητά τους, για το περιεχόμενο, αλλά και την καλαισθητική τους εμφάνιση.

Όπως έγραφε ο ελληνικός τύπος της εποχής, «αδιάψευστα τεκμήρια της παλλόμενης ελληνικότητας της πολιτικής προσφυγιάς είναι τα διδακτικά βιβλία των παιδιών της. Αυτά τα ντοκουμέντα της πατριωτικής φλόγας και ελληνικής συνείδησης ας τα ξεφυλλίσουμε λίγο μαζί με τον αναγνώστη. Και θα πεισθούμε ότι στις σελίδες τους ζει ατόφια η Ελλάδα, η φύση, η ιστορία της, ο πολιτισμός της, η σημερινή εικόνα της…»

Και σε μια άλλη εφημερίδα ομολογούνταν πως, σαν τυπογραφική έκδοση, τα βιβλία της προσφυγιάς ήταν άριστα και «ίσως καλύτερα από τα σχολικά βιβλία που έχουμε στην Ελλάδα».

Ξεχωριστή μέριμνα εκδηλώθηκε και για την επιμόρφωση των εκπαιδευτικών. Για το σκοπό αυτό, κυκλοφόρησαν ειδικά βοηθήματα, έγιναν ειδικές συσκέψεις και σεμινάρια. Για να εξασφαλισθεί ο αναγκαίος αριθμός των εκπαιδευτικών, αρκετά ΕΠΟΝίτικα στελέχη στάλθηκαν σε παιδαγωγικά ινστιτούτα.

Έτσι, το 22% των εκπαιδευτικών που χρησιμοποιούνταν για τη μόρφωση και την αγωγή των Ελληνόπουλων της προσφυγιάς, απόχτησαν επαγγελματική κατάρτιση στις χώρες που τους φιλοξενούσαν. Στην Τασκένδη, που οι μικροί μαθητές το 1964-65 είχαν φτάσει στους 3.354, για την ανανέωση του διδακτικού προσωπικού είχε ιδρυθεί στο Παιδαγωγικό Ινστιτούτο της πόλης ειδικό τμήμα ελληνικής γλώσσας και λογοτεχνίας.

Τον ίδιο καιρό άρχισε η οργάνωση της εξωσχολικής δραστηριότητας των παιδιών. Δημιουργήθηκαν σε όλες τις λέσχες ειδικές «γωνιές του παιδιού», έγιναν ομάδες εργασίας (για ιχνογράφηση, πλαστική κλπ.) και άρχισαν να οργανώνονται ειδικοί διαγωνισμοί σαν αυτόν που έγινε στην Τασκένδη με την επωνυμία «Ολυμπιάδα Ελληνικής Γλώσσας» και «Σπαρτακιάδες», όπου οι νέοι και τα παιδιά επιδίδονταν σε αθλητικούς αγώνες, δημιουργούνταν οργανώσεις θερινών κατασκηνώσεων και σε όλες τις εθνικές επετείους, ειδικές γιορτές.

Για τα παιδιά της προσχολικής ηλικίας, έγιναν ειδικοί παιδικοί σταθμοί με νηπιαγωγούς Ελληνίδες -βασικά ΕΠΟΝίτισσες- και Έλληνες παιδαγωγούς. Και για τις σχολικές ανάγκες προετοιμάστηκαν και κυκλοφόρησαν ειδικά βιβλία για τα παιδιά και τους νηπιαγωγούς, όπως το «Βοηθός νηπιαγωγού» της Έλλης Αλεξίου, το «Κόκκινη κλωστή» του Γ. Αθανασιάδη κλπ. Έτσι, με την ολόπλευρη βοήθεια των χωρών που τα δέχτηκαν, των Ελλήνων παιδαγωγών και πολλών ΕΠΟΝιτών κι ΕΠΟΝιτισσών, τα αγράμματα σχεδόν προσφυγόπουλα του λεγόμενου «παιδομαζώματος» έγιναν επιστήμονες με ανώτερη μόρφωση και τεχνικοί με ανώτερη ειδίκευση. Κάπου 1.000 απ’ αυτά έγιναν διπλωματούχοι του Πολυτεχνείου, 450 αρχιτέκτονες, 300 χημικοί, 350 γεωπόνοι και κτηνίατροι, 430 γιατροί και φαρμακοποιοί, 350 οικονομολόγοι και 450 καθηγητές κοινωνικών επιστημών. Συνολικά κάπου 5.329 απ’ αυτά σπούδασαν σε ανώτερες σχολές και 14.369 σε τεχνικές και επαγγελματικές σχολές.

Και μερικά μόνο παραδείγματα από τις κατακτήσεις των προσφυγόπουλων στην Ανατολική Γερμανία δείχνουν τι πέτυχαν αυτά τα παιδιά σε όλες τις ανατολικές ευρωπαϊκές χώρες, που τα είχαν αγκαλιάσει σαν δικά τους παιδιά.

Το προσφυγόπουλο Νίκος Φαρμάκης από το Αμπελικό της Καρδίτσας ήταν παιδί μιας φτωχής αγροτικής οικογένειας και τελείως αγράμματο. Στην προσφυγιά όμως τέλειωσε το Πολυτεχνείο της Δρέσδης και αναδείχτηκε σε υποδιευθυντή μιας από τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις μελέτης και εγκατάστασης κάθε είδους ενεργειακών σταθμών, όπου εργάζονταν πάνω από 1.000 μηχανικοί, τεχνολόγοι κλπ. Δυο ακόμα αδελφές του σπούδασαν στη Σοβιετική Ένωση ξένες γλώσσες και οδοντιατρική ενώ ο τέταρτος αδελφός του σπούδασε στη Ρουμανία γεωπόνος.

Ο Μωυσής Τριανταφυλλίδης από το Αετόλοφο Κομοτηνής τέλειωσε ανώτερη χημική σχολή στη Λειψία, έγινε υπεύθυνος τμήματος σχεδιοποίησης και εγκαταστάσεων χημικής βιομηχανίας και αργότερα άρχισε να παραδίνει μαθήματα ηλεκτρονικής στην Ανώτατη Τεχνική Σχολή της ίδιας πόλης.

Ο Γιώργος Ζώτος από το Τσαμαντά της Ηπείρου δεν ήξερε ούτε γραφή ούτε ανάγνωση στην πατρίδα του. Και όταν έφτασε στην Ανατολική Γερμανία άρχισε να μαθαίνει ταυτόχρονα ελληνικά και γερμανικά. Και γρήγορα ο γιος αυτός ενός εργάτη έγινε ανώτερος τεχνικός, ανέλαβε τη διεύθυνση δυο εργοστασίων και τιμήθηκε με 5 μετάλλια του «διακεκριμένου τεχνικού».

Ο Χρ. Παπαδημητρίου από τη Φίλια Σοφάδων έγινε στη Γ.Λ.Δ. ένας από τους διακεκριμένους υπομηχανικούς. Ταυτόχρονα όμως βρήκε την ευκαιρία να ασχοληθεί και με τη φωτογραφική τέχνη, με την κινηματογραφία και τη μουσική ενώ τρία άλλα αδέλφια του απόχτησαν διπλώματα ανώτερων σπουδών.

Ο Χρ. Μόσχος από το Ράικο Ιωαννίνων έγινε διπλωματούχος μηχανικός και τιμήθηκε πολλές φορές για τις επιστημονικές επιδόσεις του ενώ τέσσερα αδέλφια του απόκτησαν άλλους επιστημονικούς τίτλους.

Ο Δημ. Χριστακούδης πήρε στη Δρέσδη το δίπλωμα του χημικού και μετά απόκτησε τον τίτλο του δόκτορα της χημείας και το δικαίωμα να παραδίδει μαθήματα σε ανώτερες σχολές. Τελικά αναδείχτηκε σε υποδιευθυντή του τμήματος ερευνών και σε μέλος του Επιστημονικού Συμβουλίου της Ακαδημίας.

Άλλα παιδιά, που είχαν κλίσεις προς τις τέχνες, σπούδασαν σε μουσικές και άλλες καλλιτεχνικές σχολές. Ο Αλέκος Θεοφανίδης έγινε διπλωματούχος ανώτερης μουσικής σχολής και τραγουδούσε στην όπερα της Δρέσδης. Η Σουλτάνα Δουβή απόκτησε ανώτερο δίπλωμα και δίδασκε μουσική και χορό στα Ελληνόπουλα. Ο Θωμάς Νικολάου σπούδασε δημοσιογραφία, μα επιδόθηκε στις λογοτεχνικές μεταφράσεις, στα γερμανικά έργα Ελλήνων συγγραφέων. Οι Γ. Βλαχόπουλος, Γ. Τσαπράλης και Χρ. Καραγιάννης τέλειωσαν την Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών.

Ανάλογη εξειδίκευση και ανώτερη μόρφωση πήραν και τα Ελληνόπουλα -που στάλθηκαν σε άλλες ανατολικές χώρες- μόρφωση που δεν θα μπορούσαν ούτε καν να την ονειρευτούν στα χωριά τους στην Ελλάδα.

συνεχίζεται